- φτωχολό(γ)ι
- τοβλ. φτωχολογιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φτωχολό(γ)ι — το, Ν φτωχολογιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτωχός + λόγι*] … Dictionary of Greek
φτωχολογιά, η — και φτωχολό(γ)ι, το το σύνολο των φτωχών, οι φτωχοί, πλήθος φτωχών, ο φτωχός κόσμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)